Λέξη: σουξέ
Σχετικές λέξεις: σουξέ
το σουξέ, σουξέ 2013, ελληνικά σουξέ, γκραν σουξέ, γιώργο σουξέ
Συνώνυμα: σουξέ
επιτυχία, κτύπημα
Μεταφράσεις: σουξέ
σουξέ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hit, hits, hit for, soyxe
σουξέ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impacto, acertar, pegar, éxito, choque, golpear, tocar, alcanzar, golpe, hit
σουξέ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umbringen, erreichen, töten, hit, ermorden, meucheln, kollision, aufschlagen, stoß, hieb, eintreffen, schlagen, treffen, schlager, anstoßen, treffer, Hit, Schlag, Treffer
σουξέ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
battement, tomber, battre, toucher, choc, arriver, aboutir, atteinte, tuer, férir, collision, heurt, coup, succès, percussion, percuter, frapper, frappé, touché, atteindre
σουξέ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
successo, colpire, raggiungere, botta, picchiare, scontro, percuotere, colpito, ha colpito, colpiti, colpita
σουξέ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
história, alcançar, acertar, atingir, obter, maçar, malhar, tocar, percutir, abranger, bater, bateu, atingiu
σουξέ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klappen, houw, treffen, botsing, slaan, stoot, slag, inslaan, houwen, kloppen, inhalen, opvallen, teisteren, halen, aanvaring, aanrijding, hit, raken, getroffen, geraakt
σουξέ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ударять, выпад, наподдать, бестселлер, колотить, толчок, тяпать, боевик, наподдавать, выигрыш, ударить, избивать, попасть, бить, засветить, тяпнуть, хит, удар, ударил, попал
σουξέ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
suksess, treffe, rammet, truffet, treffer, traff
σουξέ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, slå, träffa, hit, slog, drabbade
σουξέ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavoittaa, isku, ennättää, saavuttaa, iskeä, hitti, lyödä, yltää, hakata, kolari, ulottua, osuma, hit, osui, veti suoraan päin maalivahtia
σουξέ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slå, banke, hit, ramt, ramte, ramme, rammer
σουξέ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasáhnout, připadnout, narazit, udeřit, úspěch, trefit, zásah, zranit, uhodit, úder, srážka, rána, ranit, bít, praštit, náraz, hit, zasažen
σουξέ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cios, uderzenie, uderzać, nagranie, piosenka, uderzyć, trafiać, trafienie, szlagier, trafić, przebój, hit
σουξέ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
találat, oldalvágás, összecsapódás, rablótámadás, megüt, hit, sújtotta, nyomja meg, elérje
σουξέ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzanmak, uzatmak, ulaşmak, darbe, çarpışma, vuruş, vurmak, tıklayın, isabet, vurdu, hit
σουξέ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдаряти, удар, вдарити, бити, ударяти, хіт, хит
σουξέ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trokas, përpjek, kris, godit, goditur, goditi, të goditur, hit
σουξέ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, удари, хит, натиснете, тежко
σουξέ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыстань, адбыцца, прыходзiць, хіт, гіт
σουξέ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tabamus, tabama, tabas, tabanud, lüüa, vajuta, löögi
σουξέ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogodak, slučaj, udariti, hit, pogoditi, pogodio
σουξέ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfa, slá, hitta, högg, lemja, ná, ýta, lenti
σουξέ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
battuo, ico, offendo
σουξέ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pataikyti, smogti, nukentėjo, hit, paspausti
σουξέ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noslepkavot, sasniegt, sadursme, trāpīt, hit, sasniegtu, skāra, skārusi
σουξέ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хит, удри, погоди, погодени, го погоди
σουξέ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lovitură, lovi, coliziune, lovit, a lovit, hit, afectate
σουξέ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
suniti, bít, uhodit, bil, hit, zadeti, udaril, prizadela, zadeli
σουξέ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bil, udrieť, bít, hit
Τυχαίες λέξεις