Λέξη: δράση
Σχετικές λέξεις: δράση
δράση συνώνυμα, δράση ενάντια στο ελληνικό γκουαντάναμο, δράση - γέφυρα, δράση ευρωβουλευτές, δράση ευρωεκλογές, δράση γέφυρες, δράση για μια άλλη πόλη, δράση δημιουργία ξανά, δράση με γνώση, δράση εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, εναλλακτική δράση, δράση μάνος
Συνώνυμα: δράση
ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση, πράξη, αγωγή, επήρεια, μάχη, αποτέλεσμα, επίδραση, εντύπωση
Μεταφράσεις: δράση
δράση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
action, effect, acting, activity, action is
δράση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acción, hecho, actividad, la acción, medidas, de acción, acciones
δράση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirkung, akt, handlung, aktivität, gang, arbeitsgang, bedienungsmaßnahme, aktion, einsatz, tat, tätigkeit, Aktion, Handlung, Handeln, Wirkung, Klage
δράση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allure, action, fonctionnement, campagne, acte, activité, instance, démarche, effet, plainte, complainte, affaire, fonction, mouvement, service, comportement, mesures, l'action, actions, une action
δράση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
procedimento, atto, azione, effetto, attività, lamentela, azioni, un'azione, d'azione, dell'azione
δράση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acácio, actividade, acção, façanha, ação, de acção, medidas, acções
δράση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedrijvigheid, handeling, verrichting, actie, daad, activiteit, gedoe, zet, optreden, toedoen, werking, Aktie, maatregelen
δράση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обвинение, действие, воздействие, акция, подлость, предосторожность, тяжба, иск, мероприятие, катион, активность, деятельность, выступление, поступок, эффект, бой, действия, действий
δράση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktivitet, gjerning, virksomhet, handling, handlingen, tiltak, aksjon, handlings
δράση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verksamhet, handling, aktion, gärning, aktivitet, åtgärd, åtgärder, talan, åtgärden
δράση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimekkuus, teko, vaikutus, toiminta, tohina, temppu, toimi, toimia, toiminnan, toimiin, toimet
δράση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktion, handling, indsats, sag, aktioner
δράση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vliv, čin, boj, efekt, děj, postup, působnost, akce, proces, jednání, aktivita, působení, opatření, činnost, chod, konání, akční, žaloba
δράση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawa, czynność, akcja, obsługiwanie, czyn, ruch, poczynanie, skarga, działanie, powództwo, działalność, łania, postępowanie, sensacyjny, operacja
δράση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cselekmény, taglejtés, részvény, harctevékenység, bevetés, történés, hatás, akció, mozdulat, mechanika, cselekvési, fellépés, keresetet, cselekvés
δράση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fiil, iş, faaliyet, etki, hareket, tesir, eylem, aksiyon, işlem, eylemi
δράση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обвинувачення, учинок, бій, позов, звинувачування, дію, дія, вплив, чинність, чинності
δράση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veprim, aktivitet, veprimit, veprim i, i veprimit, Veprimi
δράση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
движение, механизъм, действие, действия, за действие, дейност
δράση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзеянне, дзеяньне
δράση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegu, mõju, tegevus, hagi, meetmeid, tegevuse, meetme
δράση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akcija, radnja, stroj, djelovanjem, Akcijski, akcije, akciju
δράση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgerð, aðgerðir, aðgerða, Aðgerðin, til aðgerða
δράση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
factum, actio
δράση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veiksmas, veiksmų, veiksmai, ieškinys, veikla
δράση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbība, rīcība, darbības, rīcības, prasība
δράση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акција, дејствување, дејство, акционен, акцијата
δράση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
activitate, acţiune, acțiune, acțiuni, de acțiune, actiune, măsuri
δράση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boj, čin, ukrepanje, ukrepi, tožba, ukrep, akcijski
δράση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
boj, čin, konanie, akční, dej, akcie, akcia, podujatia, činnosti, opatrenia
Στατιστικά δημοτικότητας: δράση
Τυχαίες λέξεις