Osäker στα ελληνικά
Μετάφραση: osäker, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφίβολος, αβέβαιος, ανασφαλής, επισφαλής, σίγουροι, βέβαιοι, αβέβαιοι, σίγουρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- osund στα ελληνικά - επισφαλής, σαθρός, εσφαλμένες, επισφαλών, αβάσιμο
- osynlig στα ελληνικά - αόρατος, αθέατος, Invisible, Αόρατο, Αόρατη, Αόρατες
- otacksam στα ελληνικά - αχάριστος, αγνωμών, άχαρο, άχαρη, το άχαρο
- otrevlig στα ελληνικά - απαίσιος, δυσάρεστος, δυσάρεστες, δυσάρεστη, δυσάρεστο, δυσάρεστα
Τυχαίες λέξεις
Osäker στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφίβολος, αβέβαιος, ανασφαλής, επισφαλής, σίγουροι, βέβαιοι, αβέβαιοι, σίγουρος
Μεταφράσεις: αμφίβολος, αβέβαιος, ανασφαλής, επισφαλής, σίγουροι, βέβαιοι, αβέβαιοι, σίγουρος