Port στα ελληνικά
Μετάφραση: port, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυλόπορτα, θύρα, πόρτα, πύλη, λιμάνι, λιμένα, θύρας, λιμενικών
Μεταφράσεις
- pornografi στα ελληνικά - τσόντα, πορνογραφία, πορνογραφίας, Η πορνογραφία, της πορνογραφίας, την πορνογραφία
- porslin στα ελληνικά - πορσελάνη, Κίνα, Κίνας, την Κίνα, της Κίνας, η Κίνα
- portal στα ελληνικά - πύλη, Portal, Δικτυακή Πύλη, πύλη για, Πύλης
- portfölj στα ελληνικά - χαρτοφυλάκιο, χαρτοφύλακας, χαρτοφύλακα, χαρτοφύλακά, βαλίτσα, τον χαρτοφύλακά
Τυχαίες λέξεις
Port στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυλόπορτα, θύρα, πόρτα, πύλη, λιμάνι, λιμένα, θύρας, λιμενικών
Μεταφράσεις: αυλόπορτα, θύρα, πόρτα, πύλη, λιμάνι, λιμένα, θύρας, λιμενικών