Αυλόπορτα στα σουηδικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
port, grind, gate, grinden, porten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας σουηδικά, αυλόπορτα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα σουηδικά - piper, pipblåsare, pipblåsaren, Pipers
- αυλικός στα σουηδικά - hovman, hovmannen, hofman, hofmannen
- αυλός στα σουηδικά - rör, pipa, ledning, flöjt, flöjten, flute, tvärflöjt
- αυνανισμός στα σουηδικά - onani, Masturbation, Onanera, masturbationen
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: port, grind, gate, grinden, porten
Μεταφράσεις: port, grind, gate, grinden, porten