Präst στα ελληνικά

Μετάφραση: präst, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεϊκός, θεσπέσιος, πανοσιολογιότατος, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
Präst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prygla στα ελληνικά - μαστιγώνω, νικώ, πετσοκόβω, μαστίζω, εγκοπή, δέρνω, μαστιγώ, ...
  • prägel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, αποτύπωμα, Στοιχεία εταιρίας, Εντύπωμα, Στοιχεία εταιρίας Είσοδος, Imprint
  • pråm στα ελληνικά - μαούνα, φορτηγίδα, Barge, Ποταμόπλοιο, φορτηγίδων, Σκάφος
  • pröva στα ελληνικά - εκδικάζω, απόπειρα, επαληθεύω, προσπάθεια, δοκιμάζω, προσπαθώ, ελέγχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Präst στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεϊκός, θεσπέσιος, πανοσιολογιότατος, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά