Räddning στα ελληνικά
Μετάφραση: räddning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλαβή, διάσωση, διασώζω, παράδοση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Μεταφράσεις
- rädd στα ελληνικά - φοβισμένος, ντροπαλός, δειλός, συνεσταλμένος, φοβούνται, φοβάται, φοβάστε, ...
- rädda στα ελληνικά - διασώζω, αποταμιεύω, αποκρούω, διάσωση, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, ...
- rädisa στα ελληνικά - ραπανάκι, ραπανάκια, ρεπάνι, ραπάνι, από ραπανάκι
- rädsla στα ελληνικά - τρόμος, φόβος, φοβάμαι, σύλληψη, ταραχή, Ο φόβος, Fear, ...
Τυχαίες λέξεις
Räddning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλαβή, διάσωση, διασώζω, παράδοση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Μεταφράσεις: παραλαβή, διάσωση, διασώζω, παράδοση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής