Rät στα ελληνικά

Μετάφραση: rät, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύς, σωστός, δεξιός, δικαίωμα, ίσιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Rät στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ränsel στα ελληνικά - γραπτό, scrip, Σκριπ, δοπρ, ταγάρι
  • ränta στα ελληνικά - τόκος, ενδιαφέρον, επιτόκιο, επιτοκίου, επιτοκίων, των επιτοκίων, επιτόκιο που
  • rätt στα ελληνικά - διορθώνω, σωστός, δικαίωμα, αυλή, δεξιός, πιάτο, αληθής, ...
  • rätta στα ελληνικά - σωστός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
Τυχαίες λέξεις
Rät στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύς, σωστός, δεξιός, δικαίωμα, ίσιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα