Särskilt στα ελληνικά

Μετάφραση: särskilt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Särskilt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sänka στα ελληνικά - νεροχύτης, ναυαγώ, βυθίζω, βυθίζομαι, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, ...
  • särdeles στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, κυρίως
  • säsong στα ελληνικά - περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
  • säte στα ελληνικά - κάθισμα, κατοικία, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Τυχαίες λέξεις
Särskilt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα