Skör στα ελληνικά

Μετάφραση: skör, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθραυστος, αδύναμος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Skör στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skönhet στα ελληνικά - καλλονή, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
  • skönja στα ελληνικά - διαβλέπω, διακρίνω, διακρίνει, διακρίνουμε, διακρίνουν, διακρίνετε
  • skörd στα ελληνικά - τρύγος, κουρεύω, θερίζω, σοδειά, συνδυασμός, Συνδυάστε, Αναμείξτε, ...
  • skörda στα ελληνικά - μαζεύω, μαζεύομαι, τρύγος, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, σοδειά, θερίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Skör στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθραυστος, αδύναμος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο