Skröplig στα ελληνικά

Μετάφραση: skröplig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Skröplig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skräpig στα ελληνικά - ακατάστατος, rubbishy
  • skrål στα ελληνικά - μάλωμα, φωνές, bawling
  • skugga στα ελληνικά - σκιά, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, απόχρωσης
  • skuld στα ελληνικά - καπάτσος, πονηρός, φτιάξιμο, ενοχή, λάθος, πανουργία, χρέος, ...
Τυχαίες λέξεις
Skröplig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα