Son στα ελληνικά

Μετάφραση: son, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμάρι, υιός, αγόρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος
Son στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • som στα ελληνικά - που, εκείνος, τι, ως, καθώς, όπως, και, ...
  • sommar στα ελληνικά - καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριού, το καλοκαίρι, του καλοκαιριού, καλοκαιρινές
  • sondera στα ελληνικά - εξετάζω, εξερευνώ, καθετήρας, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη
  • sonett στα ελληνικά - ασμάτιο, σονέττο, Sonnet, σονέτο, σονάτα
Τυχαίες λέξεις
Son στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμάρι, υιός, αγόρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος