Αγόρι στα σουηδικά
Μετάφραση: αγόρι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gosse, pojke, son, pojken, boy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγόρι
αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου, αγόρι μου στολίδι μου, αγόρι ή κορίτσι, αγόρι λεξικό γλώσσας σουηδικά, αγόρι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αγωνιστής στα σουηδικά - fighter, kämpe, kämpen, jaktplan
- αγωνιώ στα σουηδικά - smärta, ångest, vara, bli, att, är, finnas
- αγύρτης στα σουηδικά - charlatan, bedragare, bedragaren, impostor, bedragare som, bedragerska
- αγώνας στα σουηδικά - slåss, tändsticka, streta, slagsmål, brottas, par, koppla, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγόρι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: gosse, pojke, son, pojken, boy
Μεταφράσεις: gosse, pojke, son, pojken, boy