Stolpe στα ελληνικά

Μετάφραση: stolpe, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκάρι, ταχυδρομώ, πάσσαλος, πόστο, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Stolpe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoft στα ελληνικά - πούδρα, σκόνη, πασπαλίζω, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες
  • stoj στα ελληνικά - θόρυβος, ρακέτα, σάλος, romping
  • stolt στα ελληνικά - περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, Περήφανοι, Proud, Περήφανη
  • stolthet στα ελληνικά - έπαρση, καμάρι, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια
Τυχαίες λέξεις
Stolpe στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκάρι, ταχυδρομώ, πάσσαλος, πόστο, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την