Δοκάρι στα σουηδικά

Μετάφραση: δοκάρι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lodrät, renhårig, stolpe, plats, påle, post, rak, ut, slut, ur, anges, Utcheckning
Δοκάρι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκάρι

τετραπλό δοκάρι, δοκάρι και μέσα, ανεστραμμένο δοκάρι, γκολ δοκάρι, δοκάρι βικιλεξικο, δοκάρι λεξικό γλώσσας σουηδικά, δοκάρι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διώρυγα στα σουηδικά - kanal, canal, kanalen, gången
  • δοιάκι στα σουηδικά - roder, tiller, rorkulten, manöverarmen, rorkult, styr
  • δοκίμια στα σουηδικά - essäer, uppsatser, uppsats
  • δοκίμιο στα σουηδικά - bevis, bevis på, bevis för, säker
Τυχαίες λέξεις
Δοκάρι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lodrät, renhårig, stolpe, plats, påle, post, rak, ut, slut, ur, anges, Utcheckning