Stor στα ελληνικά

Μετάφραση: stor, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Stor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stomme στα ελληνικά - δομή, σκελετός, σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
  • stoppa στα ελληνικά - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
  • storhet στα ελληνικά - Μεγαλείο, Μεγαλοσύνη, η Μεγαλοσύνη, το μεγαλείο, ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗ
  • stork στα ελληνικά - πελαργός, Stork, πελαργό, πελαργού, πελαργών
Τυχαίες λέξεις
Stor στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα