Toalett στα ελληνικά

Μετάφραση: toalett, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποχωρητήριο, λουτρό, τουαλέτα, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας
Toalett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tjänsteman στα ελληνικά - επίσημος, αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, ...
  • tjära στα ελληνικά - πίσσα, κλυδωνίζομαι, ναύτης, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, ...
  • toffel στα ελληνικά - παντόφλα, slipper, παντόφλες, παντόφλας, παντοφλών
  • tok στα ελληνικά - χαζός, κοροϊδεύω, βλάκας, ΤΟΚ, TOK
Τυχαίες λέξεις
Toalett στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποχωρητήριο, λουτρό, τουαλέτα, τουαλέτας, υγείας, καλλωπισμού, της τουαλέτας