Uppsikt στα ελληνικά
Μετάφραση: uppsikt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίβλεψη, επιτήρηση, επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέψει, την επίβλεψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- upprätta στα ελληνικά - σηκώνω, ασανσέρ, ιδρύω, υψώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, διαπιστώνω, ...
- upprätthålla στα ελληνικά - εξακολουθώ, κρατώ, υποστηρίζω, διατηρώ, κατακρατώ, διατείνομαι, διατηρούν, ...
- uppskatta στα ελληνικά - αξιολογώ, αποτιμώ, εκτίμηση, μετρώ, μέτρο, κατανοώ, υπόληψη, ...
- uppskjuta στα ελληνικά - αναβάλλω, αναβάλει, αναβάλλει, να αναβάλει, αναβάλει την, αναβάλλει την
Τυχαίες λέξεις
Uppsikt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίβλεψη, επιτήρηση, επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέψει, την επίβλεψη
Μεταφράσεις: επίβλεψη, επιτήρηση, επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέψει, την επίβλεψη