Utgift στα ελληνικά
Μετάφραση: utgift, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξοδα, δαπάνες, δαπάνη, δαπανών, των δαπανών, οι δαπάνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- utföra στα ελληνικά - καταφέρω, πραγματοποιώ, εκτελώ, αποδίδω, φτάνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, ...
- utförsel στα ελληνικά - εξάγω, εξαγωγή, έξοδος, εξόδου, έξοδο, την έξοδο, έξοδο του
- utgivare στα ελληνικά - εκδότης, συντάκτης, εκδότη, Publisher, Εκδόσεις, εκδοτών
- utgång στα ελληνικά - τεύχος, έξοδος, θέμα, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής
Τυχαίες λέξεις
Utgift στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξοδα, δαπάνες, δαπάνη, δαπανών, των δαπανών, οι δαπάνες
Μεταφράσεις: έξοδα, δαπάνες, δαπάνη, δαπανών, των δαπανών, οι δαπάνες