Λέξη: διαπραγμάτευση

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση ορισμόσ, διαπραγμάτευση συνώνυμο, διαπραγμάτευση στεγαστικού δανείου, διαπραγμάτευση λεξικό, διαπραγμάτευση συνώνυμα

Συνώνυμα: διαπραγμάτευση

συζήτηση μεταξύ αντιπάλων, φλυαρία, συνδιάσκεψη

Μεταφράσεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
negotiation, trading, negotiated, negotiating, deal

διαπραγμάτευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
negociación, la negociación, de negociación, negociaciones, negociación de

διαπραγμάτευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhandlung, unterhandlung, Verhandlung, Aushandlung, Verhandlungen, Verhandlungs

διαπραγμάτευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vente, débit, négociation, négociations, la négociation, de négociation, négocier

διαπραγμάτευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negoziato, trattativa, negoziazione, contrattazione, di negoziazione

διαπραγμάτευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negociação, de negociação, negociações, a negociação, negociação de

διαπραγμάτευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhandeling, onderhandelingen, onderhandelingen over, onderhandelen, onderhandelingsproces

διαπραγμάτευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заключение, преодоление, продажа, передача, переговоры, переговоров, согласование, переговорный, согласования

διαπραγμάτευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forhandling, forhandlinger, forhandlings, forhandlingene

διαπραγμάτευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förhandling, förhandlingar, förhandlings, förhandlingarna, förhandla

διαπραγμάτευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neuvottelu, neuvottelujen, neuvotteluja, neuvotteluissa, neuvotellaan

διαπραγμάτευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhandling, forhandlinger, forhandlingerne, forhandlingsprocessen, forhandlingen

διαπραγμάτευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prodej, vyjednávání, jednání, sjednání, sjednávání, projednání

διαπραγμάτευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
negocjacja, spieniężenie, sprzedaż, porozumienie, rokowanie, pertraktacja, rozumienie, dyskontowanie, negocjacji, negocjacje, negocjowanie, negocjacyjny

διαπραγμάτευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tárgyalás, tárgyalási, tárgyalások, tárgyalása, tárgyalásokat

διαπραγμάτευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görüşme, müzakere, anlaşma, anlaşması, pazarlık

διαπραγμάτευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долання, висновок, подолання, ув'язнення, переговори, перемовини

διαπραγμάτευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bisedime, negociatave, negocimi, negocimit, i negociatave

διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
договаряне, преговори, преговорите, преговорния, на преговори

διαπραγμάτευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перамовы, перагаворы

διαπραγμάτευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahakstegemine, läbirääkimine, läbirääkimised, läbirääkimiste, läbirääkimisi, läbirääkimistel, läbirääkimisteks

διαπραγμάτευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pregovaranje, dogovaranje, pretresanje, pregovora, pregovaranja, pregovori, pregovarački

διαπραγμάτευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samningaviðræður, samningaviðræðum, samningum, samningagerð, samningaferlið

διαπραγμάτευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derybos, derybų, derybas, derėtis, derybos dėl

διαπραγμάτευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarunas, sarunu, sarunām, pārrunas, apspriešana

διαπραγμάτευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преговори, преговарање, преговорите, преговарачкиот, преговарачки

διαπραγμάτευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
negociere, de negociere, negocieri, negocierea, de negocieri

διαπραγμάτευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogajanja, pogajanje, pogajanj, pogajalski, pogajanjih

διαπραγμάτευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdolávanie, jednanie, rokovanie, vyjednávanie, vyjednávania, rokovaní, rokovania, rokovaniach
Τυχαίες λέξεις