Väv στα ελληνικά
Μετάφραση: väv, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, ιστός, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- väte στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
- vätska στα ελληνικά - υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
- väva στα ελληνικά - υφαίνω, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
- växa στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
Τυχαίες λέξεις
Väv στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, ιστός, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
Μεταφράσεις: ύλη, ιστός, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση