Λέξη: ρήτρα

Σχετικές λέξεις: ρήτρα

ρήτρα μη ανταγωνισμού υπόδειγμα, ρήτρα διαιτησίας, ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας, ρήτρα θανάτου, ρήτρα εμπιστευτικότητας, ρήτρα μη ανταγωνισμού, ρήτρα ευελιξίας εσπα, ρήτρα del credere, ρήτρα ανέξοδος επιστροφή, ρήτρα εμπιστευτικότητας υποδειγμα

Συνώνυμα: ρήτρα

παράγραφος, όρος, αίρεση, άρθρο συνθήκης, πρόταση, συμφωνία, συμβόλαιο

Μεταφράσεις: ρήτρα

ρήτρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proviso, clause, stipulation, a clause, provision, clause is, clause in

ρήτρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artículo, cláusula, estipulación, cláusula de, la cláusula, apartado, oración

ρήτρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vereinbarung, artikel, vorbehalt, bedingung, satz, klausel, Klausel, Abschnitt, Satz

ρήτρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
phrase, clause, entente, stipulation, article, stipuler, transaction, condition, proposition, disposition, accord, pacte, détermination, alinéa, l'article, l'alinéa

ρήτρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frase, clausola, articolo, clausola di, punto, la clausola, clausole

ρήτρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cláusula, verbete, oração, estipulação, mercadoria, artigo, estipule, estipular, cláusula de

ρήτρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lidwoord, opstel, conditie, bepaling, stuk, voorwaarde, clausule, verhandeling, artikel, handelsartikel, punt, beding

ρήτρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
параграф, условие, клаузула, статья, оговорка, предложение, пункт, соглашение, раздел, предостережение, положение

ρήτρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klausul, artikkel, klausulen, leddet

ρήτρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klausul, klausulen, bestämmelse

ρήτρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esine, kappale, lause, määräys, lauseke, pykälä, ehto, lausekkeen, lauseketta, koskeva lauseke

ρήτρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sætning, klausul, paragraf, bestemmelse, klausulen, pkt

ρήτρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doložka, klauzule, paragraf, podmínka, odstavec, výjimka, stanovení, určení, úmluva, věta, stať, dohoda, doložku, Ustanovení o, doložka o

ρήτρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klauzula, postanowienie, warunek, uzgodnienie, układ, punkt, stypulacja, zdanie, klauzuli, klauzulę, pkt

ρήτρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cikkely, feltétel, mellékmondat, záradék, záradékot, kikötés, klauzula, záradékkal

ρήτρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
makale, madde, fıkra, yazı, şart, yan tümcesi, deyimi, clause

ρήτρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зумовлювання, клаузула, речення, застереження, постачання, пункт, розділ, обумовлювання, умову, стаття, пункту

ρήτρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fjali, kusht, artikull, pikë, nen, klauzolë, klauzola, klauzolë e

ρήτρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клауза, точка, клауза за, клаузата

ρήτρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пункт, пасёлак

ρήτρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisatingimus, eritingimus, punkt, lause, klausel, osalause, punktis, klausli, §, klauslit

ρήτρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogodba, paragraf, sporazum, odredba, uvjet, klauzula, rečenica, član, klauzulu, klauzula o, točka

ρήτρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvæðið, ákvæði, lið, ákvæðis, málsliður

ρήτρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
condicio

ρήτρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
straipsnis, skirsnis, išlyga, sąlyga, nuostata, punktas, sąlygą

ρήτρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pants, klauzula, klauzulu, noteikums, klauzulas

ρήτρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клаузула, клаузулата, клаузула за, одредба

ρήτρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clauză, clauza, clauze, clauză de, clauzei

ρήτρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dohoda, klavzula, klavzulo, klavzula o, določba, klavzule

ρήτρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klauzule, zmluva, dohoda, výhrada, určení, doložka, ustanovenie, klauzula, doložky, doložku

Στατιστικά δημοτικότητας: ρήτρα

Τυχαίες λέξεις