Växel στα ελληνικά

Μετάφραση: växel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, παραλλάζω, μετατροπή, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, παραλλαγή, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης
Växel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • väva στα ελληνικά - υφαίνω, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
  • växa στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
  • växla στα ελληνικά - τροποποίηση, παραλλαγή, αλλάζω, διαφωνία, μεταβολή, λογομαχία, ανταλλάσσω, ...
  • växt στα ελληνικά - φυτό, όγκος, εργοστάσιο, φυτεύω, ανάπτυξη, λαχανικό, φυτών, ...
Τυχαίες λέξεις
Växel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, παραλλάζω, μετατροπή, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, παραλλαγή, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης