Våldsam στα ελληνικά
Μετάφραση: våldsam, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανιασμένος, άγριος, παράφορος, βίαιος, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια
Μεταφράσεις
- våga στα ελληνικά - τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
- våld στα ελληνικά - δύναμη, εξαναγκάζω, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία
- våldta στα ελληνικά - παράβαση, κράμβη, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
- vålla στα ελληνικά - προξενώ, σκοπός, προκαλώ, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Våldsam στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανιασμένος, άγριος, παράφορος, βίαιος, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια
Μεταφράσεις: μανιασμένος, άγριος, παράφορος, βίαιος, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια