Λέξη: οπτικά

Σχετικές λέξεις: οπτικά

οπτικά δ. θέου, οπτικά μεταξάς, οπτικά φάσμα, οπτικά μαρκάκης, οπτικά θεσσαλονίκη, οπτικά σταύρου, οπτικά λάσκαρη, οπτικά σβολόπουλος, οπτικά παπαδιαμαντόπουλος, οπτικά αναστασιάδης

Μεταφράσεις: οπτικά

οπτικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
visually, optically, optical, visual, optics

οπτικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ópticamente, óptica, óptico, forma óptica

οπτικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sichtbar, optisch, optischen, optische

οπτικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visuellement, optiquement, optique

οπτικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
otticamente, ottico, ottica, visivamente, otticamente obiettivi

οπτικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
opticamente, óptica, óptico, oticamente, ótica

οπτικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
optisch, optische, van optisch, het optisch

οπτικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
визуально, оптически, оптической, оптического, оптическим

οπτικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
optisk, optiske, av optisk

οπτικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
optiskt, optisk, är optiskt, av optiskt

οπτικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
optisesti, opti-, on optisesti

οπτικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
optisk, er optisk, af optisk, optiske

οπτικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vizuálně, opticky, optické

οπτικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizualnie, wzrokowo, naocznie, optycznie, optycznej

οπτικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vizuálisan, optikailag, optikai, az optikailag

οπτικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
optik, optik olarak, optik açıdan, optikçe

οπτικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
візуалізація, оптично

οπτικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
optikisht, optically, optike, optikisht të, ana optike

οπτικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оптически, оптично, на оптично, оптичноактивни

οπτικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аптычна

οπτικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujutlema, optiliselt, optilise, optilistest

οπτικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vidno, vizualno, optički

οπτικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
optískt, ljósfræðilega, Ijósfræðilega, sjónrænt, optiskt

οπτικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
optiškai, optinių, optinio, optiniu, optiniu būdu

οπτικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
optiski, optiskos, optiskām, vizuāli

οπτικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оптички, се оптички, оптички се

οπτικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
optic, vedere optic, optică, optice, de vedere optic

οπτικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
optično, optičnih, optičnega, optićno

οπτικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vizuálne, opticky

Στατιστικά δημοτικότητας: οπτικά

Τυχαίες λέξεις