Vek στα ελληνικά
Μετάφραση: vek, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, μαλακός, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις
- vegetabilisk στα ελληνικά - λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
- vegetation στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
- veke στα ελληνικά - φιτίλι, θρυαλλίδα, φυτίλι, θρυαλλίδας, φυτιλιού
- vem στα ελληνικά - Ποιος, Ποιοι, Who, ο οποίος, οι οποίοι
Τυχαίες λέξεις
Vek στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, μαλακός, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, μαλακός, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής