Λέξη: επινοητικότητα

Συνώνυμα: επινοητικότητα

επινοητικότης

Μεταφράσεις: επινοητικότητα

επινοητικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resourcefulness, ingenuity, inventiveness, imaginative, sophistication

επινοητικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inventiva, ingeniosidad, ingenio, el ingenio, recurnes

επινοητικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
findigkeit, Einfallsreichtum, Findigkeit, Einfalls, Reichtum

επινοητικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
astuce, ingéniosité, débrouillardise*, ressource, débrouillardise, l'ingéniosité, la débrouillardise

επινοητικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intraprendenza, ingegnosità, l'intraprendenza, inventiva, resourcefulness

επινοητικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desenvoltura, engenho, engenhosidade, resourcefulness, desembaraço

επινοητικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vindingrijkheid, inventiviteit, resourcefulness, handigheid, de vindingrijkheid

επινοητικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сметливость, изворотливость, хитроумие, изобретательность, находчивость, находчивости, изобретательности

επινοητικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinnsomhet, resourcefulness, snarrådighet, snar, rådighet

επινοητικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rikedom, påhittighet, idérikedom, uppfinningsrikedom, rådighet

επινοητικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kekseliäisyyttä, kekseliäisyyden, kekseliäisyydestä, kekseliäisyys, kekseliäitä

επινοητικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfindsomhed, idérigdom, snarrådighed, iderigdom, resourcefulness

επινοητικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynalézavost, nápaditost, vynalézavosti, pohotovost

επινοητικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsiębiorczość, pomysłowość, zaradność, przebiegłość, zaradności, pomysłowością, resourcefulness

επινοητικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
találékonyság, találékonyságot, a találékonyság, leleményességét, leleményesség

επινοητικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beceriklilik, güçlülük, becerisini kullanarak, becerikliliği

επινοητικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винахідливість, спритність, кмітливість

επινοητικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkathtësi, mprehtësi

επινοητικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
находчивост, съобразителност, изобретателност, находчивостта, съобразителността

επινοητικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знаходлівасць, вынаходлівасьць, вынаходлівасць

επινοητικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leidlikkus, leidlikkust, leidlikkuse

επινοητικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snalažljivost, snalažljivosti, obilnost u sredstvima

επινοητικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útsjónarsemi

επινοητικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsukrumas, išradingumas, išradingumo, sumanūs, Bus sumanūs

επινοητικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attapība, atjautība, atjautību, spēju rīkoties

επινοητικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снаодливост, разнообразност, находчивост

επινοητικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inventivitate, inventivitatea, ingeniozitatea, ingeniozitate, creativitate

επινοητικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iznajdljivost, iznajdljivosti

επινοητικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vynaliezavosť, vynachádzavosť
Τυχαίες λέξεις