Çırak στα ελληνικά
Μετάφραση: çırak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çılgınlık στα ελληνικά - μανία, οργή, ταραχή, λύσσα, φρενίτιδα, παραφροσύνη, τρέλα, ...
- çıplak στα ελληνικά - γυμνός, τσίτσιδος, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
- çığlık στα ελληνικά - φωνάζω, κλαίω, κραυγή, κλήση, στριγκλιά, αγανάκτηση, κατακραυγή, ...
- ödeme στα ελληνικά - check out, ελέγξτε, ελέγξτε έξω, δείτε, βρες
Τυχαίες λέξεις
Çırak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
Μεταφράσεις: δόκιμος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας