Çengel στα ελληνικά
Μετάφραση: çengel, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκιστρώνω, γάντζος, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
Μεταφράσεις
- çember στα ελληνικά - δακτυλίδι, ταινία, μάτι, δαχτυλίδι, κύκλος, κύκλο, κύκλου, ...
- çene στα ελληνικά - πηγούνι, σαγόνι, γνάθου, σιαγόνα, σιαγόνας, γνάθο
- çentik στα ελληνικά - εγκοπή, εγκοπής, notch, εντομή, εγκοπών
- çerçeve στα ελληνικά - σώμα, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, πλαίσιο, σκελετός, πλαισιώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Çengel στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκιστρώνω, γάντζος, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
Μεταφράσεις: αγκιστρώνω, γάντζος, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου