Λέξη: τυφλώνω

Συνώνυμα: τυφλώνω

στραβώνω, θαμπώνω, θαμβώνω

Μεταφράσεις: τυφλώνω

τυφλώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dazzle, blind, go blind, strike blind

τυφλώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encandilar, ciego, ciega, ciegos, ciegas, persiana

τυφλώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blind, Blind, blinden, blinde, blinder

τυφλώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éblouissement, splendeur, ahurir, éclat, resplendissement, éblouir, brillant, entêter, offusquer, lustre, aveugler, aveugle, aveugles, store, insu, blind

τυφλώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accecare, blind, cieco, ciechi, cieca, vedenti

τυφλώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deslumbrar, dia, cego, cegos, cega, blind, cegas

τυφλώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verblinden, blind, blinde, blinden, dode, jaloezie

τυφλώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослеплять, ослепить, слепить, ослепление, муть, слепой, слепым, слепое, слеп, слепые

τυφλώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blende, blind, blinde

τυφλώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förblinda, blända, blinda, mörken, blint, döda

τυφλώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häikäistä, sokea, rullaverho, blind, sokeita, sokeat

τυφλώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blænde, blind, blinde, blindt, det blinde

τυφλώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omámit, oslepit, lesk, oslnit, slepý, slepá, slepé, zaslepené, slepí

τυφλώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszałamiać, razić, blask, oślepiać, olśnić, ćmić, ślepy, niewidomy, niewidomych, w ciemno, ślepa

τυφλώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elképesztés, elvakítás, meghökkentés, vakítás, vak, vakok, a vak, vakon

τυφλώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kör, kör bir, blind

τυφλώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осліплення, осліпити, засліплення, осліплювати, сліпий, сліпої, сліпою, сліпій, сліпа

τυφλώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i verbër, verbër, të verbër, verbërit, e verbër

τυφλώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сляп, сляпо, слепи, сляпа, сляпата

τυφλώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сляпой, сляпы, сьляпы, сьляпой, сляпое

τυφλώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pimestama, pime, tagaaknal, pimedatele, pimedad, pimedate

τυφλώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasjeniti, blještavilo, blijesak, slijep, slijepi, slijepa, slijepe, slijepo

τυφλώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blindur, blindir, blinda, blindum, blindu

τυφλώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aklas, akliesiems, akli, aklai, aklo

τυφλώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akls, akli, blind, aklā, akla

τυφλώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слепи, слеп, слепа, слепите, слепо

τυφλώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orb, oarbă, orbi, blind

τυφλώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slep, blind, slepi, slepa, slepe

τυφλώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slepý, slepá, slepého, slepú, slepej
Τυχαίες λέξεις