Çuval στα ελληνικά

Μετάφραση: çuval, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, τσιγκλώ, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
Çuval στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • çoğunluk στα ελληνικά - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
  • çubuk στα ελληνικά - ραβδί, βέργα, κοντάρι, μπαρ, bar, γραμμή, ράβδο, ...
  • çökme στα ελληνικά - πέφτω, εκφύλιση, εκπίπτω, σωριάζομαι, καταρρέω, πτώση, κατάρρευση, ...
  • çöküş στα ελληνικά - κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Τυχαίες λέξεις
Çuval στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, τσιγκλώ, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί