Adalet στα ελληνικά

Μετάφραση: adalet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισότητα, νόμος, δικαιοσύνη, ευθυδικία, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, τη δικαιοσύνη
Adalet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ad στα ελληνικά - ονομασία, ονομάζω, όνομα, τίτλος, επωνυμία, ονόματος, όνομά, ...
  • ada στα ελληνικά - νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
  • adaletsizlik στα ελληνικά - αδικία, αδικίας, την αδικία, της αδικίας, η αδικία
  • adam στα ελληνικά - επανδρώνω, άτομο, άνδρας, άντρας, τύπος, παιδί, πρόσωπο, ...
Τυχαίες λέξεις
Adalet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισότητα, νόμος, δικαιοσύνη, ευθυδικία, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, τη δικαιοσύνη