Alev στα ελληνικά
Μετάφραση: alev, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, φλογός, με φλόγα
Μεταφράσεις
- alem- στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος
- alet στα ελληνικά - συσκευή, εργαλείο, τέχνασμα, άνεση, μηχάνημα, εργαλείου, μέσο, ...
- aleyhinde στα ελληνικά - κατά, εναντίον, έναντι, κατά της, από
- alfabe στα ελληνικά - αλφάβητο, αλφαβήτου, αλφάβητου, αλφαβήτα
Τυχαίες λέξεις
Alev στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, φλογός, με φλόγα
Μεταφράσεις: πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, φλογός, με φλόγα