Aralıksız στα ελληνικά
Μετάφραση: aralıksız, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aracı στα ελληνικά - μεσάζων, μεσίτης, μεσολαβητής, ενδιάμεσο, ενδιάμεσος, διαμεσολαβητή, διαμεσολαβητής
- aralık στα ελληνικά - απόσταση, διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
- arama στα ελληνικά - κυνήγι, αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
- aramak στα ελληνικά - αναζήτηση, Αναζήτηση, Αναζήτηση για, αναζήτησης για, αναζήτησης, έρευνα για
Τυχαίες λέξεις
Aralıksız στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, αδιάκοπες, αδιάκοπη, αδιάλειπτη, από αδιάκοπες