Bölüm στα ελληνικά

Μετάφραση: bölüm, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τομή, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Bölüm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bol στα ελληνικά - ευρύχωρος, αρκετός, διεξοδικός, εκτεταμένος, άφθονος, πλούσιος, αφθονία, ...
  • bolluk στα ελληνικά - συρροή, πολλά, άφθονος, πολλοί, αφθονία, αφθονίας, πληθώρα, ...
  • bomba στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
  • bombalamak στα ελληνικά - βόμβα, σφυροκοπώ, κατσαδιάζω, βομβαρδίζω από τον αέρα, πολυβολώ από τον αέρα, πολυβολισμός από αεροπλάνο
Τυχαίες λέξεις
Bölüm στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τομή, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο