Τομή στα τούρκικα
Μετάφραση: τομή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parça, şube, kısım, fasıl, bölüm, bölge, bolum, daire, bölümü, bölümde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τομή
τομή ξύλινης στέγης, τομή σφαίρας και επιπέδου, τομή αβετε, τομή και ένωση συνόλων, τομή στέγης, τομή λεξικό γλώσσας τούρκικα, τομή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τολύπη στα τούρκικα - yorgan, pul, yonga, tanesi, yaprak, flake
- τομέας στα τούρκικα - alan, küre, meydan, ova, krallık, tarla, disiplin, ...
- τον στα τούρκικα - ona
- τονίζω στα τούρκικα - stres, gerilme, stresi, stresin, gerilmesi
Τυχαίες λέξεις
Τομή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: parça, şube, kısım, fasıl, bölüm, bölge, bolum, daire, bölümü, bölümde
Μεταφράσεις: parça, şube, kısım, fasıl, bölüm, bölge, bolum, daire, bölümü, bölümde