Basit στα ελληνικά

Μετάφραση: basit, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκέτος, πεδιάδα, αγενής, σκέτο, φαινομενικός, πρωτόγονος, κάμπος, έκδηλος, ακατέργαστος, χονδροειδής, εμφανής, ωμός, αρχέγονος, αγροίκος, προφανής, εναργής, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
Basit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barıştırma στα ελληνικά - συμβιβάζω, συμφιλιώνω, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
  • basamak στα ελληνικά - βήμα, βηματίζω, διάβημα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
  • basitleştirme στα ελληνικά - μείωση, αναγωγή, περιστολή, απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, ...
  • basitleştirmek στα ελληνικά - απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
Τυχαίες λέξεις
Basit στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκέτος, πεδιάδα, αγενής, σκέτο, φαινομενικός, πρωτόγονος, κάμπος, έκδηλος, ακατέργαστος, χονδροειδής, εμφανής, ωμός, αρχέγονος, αγροίκος, προφανής, εναργής, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά