Düzgü στα ελληνικά
Μετάφραση: düzgü, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόρμα, πρότυπο, ομαλή, εξομαλύνουν, εξομαλύνει, εξομάλυνση, λεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- düzensiz στα ελληνικά - ανώμαλος, ακατάστατος, ανώμαλο, ακανόνιστος, παράτυπων, ακανόνιστη, ακανόνιστο
- düzensizlik στα ελληνικά - πάθηση, ακαταστασία, διαταραχή, αταξία, παρατυπία, παρατυπίας, παρατυπιών, ...
- düzleştirmek στα ελληνικά - λείος, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
- düzyazı στα ελληνικά - πεζογραφία, πεζογραφίας, πρόζα, πεζά, πεζό λόγο
Τυχαίες λέξεις
Düzgü στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόρμα, πρότυπο, ομαλή, εξομαλύνουν, εξομαλύνει, εξομάλυνση, λεία
Μεταφράσεις: νόρμα, πρότυπο, ομαλή, εξομαλύνουν, εξομαλύνει, εξομάλυνση, λεία