Dayanışma στα ελληνικά
Μετάφραση: dayanışma, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dayanıklı στα ελληνικά - ενδελεχής, παντοτινός, διαρκείας, αξιόλογος, στερεός, αιώνιος, ουσιαστικός, ...
- dayanılmaz στα ελληνικά - ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
- dayı στα ελληνικά - θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
- dazlak στα ελληνικά - φαλακρός, καραφλός, baldhead
Τυχαίες λέξεις
Dayanışma στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
Μεταφράσεις: αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη