Dil στα ελληνικά
Μετάφραση: dil, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dikkatsiz στα ελληνικά - απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτες
- dikkatsizlik στα ελληνικά - απρόσεκτος, απερίσκεπτος, απροσεξία, απροσεξίας, αμέλεια, αμέλειας, ανεμελιά
- dilbilgisi στα ελληνικά - γραμματική, γραμματικής, τη γραμματική, της γραμματικής, γραμματικό
- dilden στα ελληνικά - η γλώσσα, τη γλώσσα, γλώσσα, η γλώσσα που, της γλώσσας
Τυχαίες λέξεις
Dil στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Μεταφράσεις: εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες