Dolaysız στα ελληνικά
Μετάφραση: dolaysız, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνοθετώ, καθοδηγώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dolap στα ελληνικά - ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
- dolaylı στα ελληνικά - πλάγιος, ύπουλος, δόλιος, λοξός, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, ...
- dolaşmak στα ελληνικά - τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανώμαι, περιφέρονται, περιαγωγή, περιαγ
- dolaştırmak στα ελληνικά - embrangle
Τυχαίες λέξεις
Dolaysız στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, καθοδηγώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, καθοδηγώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης