Emeklilik στα ελληνικά

Μετάφραση: emeklilik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Emeklilik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elmas στα ελληνικά - διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
  • elverişli στα ελληνικά - ευμενής, ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
  • emekçi στα ελληνικά - εργάτης, εργάτη, laborer, χειρώναξ, δουλευτής
  • emin στα ελληνικά - ασφαλής, σίγουρα, σίγουρος, ασφαλώς, ασφαλίζω, βέβαια, εδραιώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Emeklilik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως