Fren στα ελληνικά
Μετάφραση: fren, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρένο, τροχοπεδώ, φρενάρω, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fosil στα ελληνικά - απολίθωμα, ορυκτών, ορυκτά, τα ορυκτά, των ορυκτών
- fotoğraf στα ελληνικά - φωτογραφία, φωτογραφίζω, έκθεση, η φωτογραφία, φωτογραφιών, photo, διαθέσιμη φωτογραφία
- frenlemek στα ελληνικά - φρενάρω, φρένο, τροχοπεδώ, χαλιναγώγηση, χαλινάρι, συγκράτηση, κράσπεδο, ...
- fuar στα ελληνικά - δίκαιος, ξανθός, πανηγύρι, έκθεση, εύλογη, δίκαιη, εύλογης
Τυχαίες λέξεις
Fren στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρένο, τροχοπεδώ, φρενάρω, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης
Μεταφράσεις: φρένο, τροχοπεδώ, φρενάρω, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης