Λέξη: κοκκώδης
Σχετικές λέξεις: κοκκώδης
γιάννης κοκκώδης, κοκκώδης σύνθεση, κοκκώδησ ενεργόσ άνθρακασ
Συνώνυμα: κοκκώδης
κακκοειδής, σπυρωτός
Μεταφράσεις: κοκκώδης
κοκκώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grainy, granular, granulate, granulated, granulation
κοκκώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
granular, granulado, granulares, granuloso, granuloso de
κοκκώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unscharf, körnig, granular, körnigen, körnige, Granulat
κοκκώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
granuleux, rêche, rugueux, granulaire, âpre, rude, granulé, granulés, granulaires, granuleuse
κοκκώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
granulare, granulari, granulare a, granuli, in granuli
κοκκώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
granular, granulado, granulares, granulada, grânulos
κοκκώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korrelig, granulaire, korrelvormige, korrelige, granulair
κοκκώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шероховатый, негладкий, гранулированный, гранулированного, гранулированных, зернистый, зернистая
κοκκώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
granulat, granulær, kornet, kornete, granulert
κοκκώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
granulär, granulära, granulärt, granulat, granulat av
κοκκώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakeinen, rakeisen, rakeista, rakeisessa, rakeisten
κοκκώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
granuleret, granulære, granulær, granulatform, granulært
κοκκώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drsný, zrnitý, granulovaný, granulární, granulovaná, granulované
κοκκώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chropowaty, ziarnisty, granulowany, ziarnista, granulowanego, ziarnistej
κοκκώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sokmagú, szemcsés, granulált, granulátum, a szemcsés, szemcse
κοκκώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
granül, taneli, granüler, tanecikli, granüllü
κοκκώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гранульований, шорсткуватий, зернистий, гранульована, гранульовані, гранульоване
κοκκώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i grimcuar, grimcuar, të grimcuar, granular, e grimcuar
κοκκώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зърнест, гранулиран, гранулирана, гранулирано, на гранули
κοκκώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грануляваны, грануляваная, грануляваныя
κοκκώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teraline, sõmer, granuleeritud, graanulites aine, graanulites, graanulites aine korral
κοκκώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zrnast, granulirani, zrnati, granuliranih, zrnata
κοκκώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
korn, kornótt, og nákvæmari, nákvæmur
κοκκώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
granuliuotas, granulių, granulės, grūdėti, granuliuoto
κοκκώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
graudains, granulēts, granulveida, granulu veidā
κοκκώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грануларна, зрнести, грануларен, гранули, гранулиран
κοκκώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
granular, granulară, granule, granulare, de granule
κοκκώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrnat, granulah, granulirani, granular, granularna
κοκκώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrnitý, granulovaný