Genel στα ελληνικά

Μετάφραση: genel, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Genel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gemi στα ελληνικά - βάρκα, σκεύος, πλοίο, σκάφος, αγγείο, πλοίου, πλοίων, ...
  • gemici στα ελληνικά - πίσσα, κατράμι, ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
  • genelleştirme στα ελληνικά - γενίκευση, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
  • geniş στα ελληνικά - εκτεταμένος, ευρύχωρος, πλατύς, διεξοδικός, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Genel στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές