Gerçek στα ελληνικά
Μετάφραση: gerçek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντικός, γεγονός, αντικειμενικός, πραγματικός, αληθής, γνήσιος, αληθινός, για την πραγματική, για πραγματικά, με πραγματικά, για την ακίνητη, με αληθινά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gerinmek στα ελληνικά - τεντώνω, εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, ...
- germek στα ελληνικά - τεντώνομαι, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, ...
- gerçekten στα ελληνικά - αληθινός, πραγματικός, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
- gerçi στα ελληνικά - μολονότι, αν και, αν, όμως, και αν, κι αν
Τυχαίες λέξεις
Gerçek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γεγονός, αντικειμενικός, πραγματικός, αληθής, γνήσιος, αληθινός, για την πραγματική, για πραγματικά, με πραγματικά, για την ακίνητη, με αληθινά
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γεγονός, αντικειμενικός, πραγματικός, αληθής, γνήσιος, αληθινός, για την πραγματική, για πραγματικά, με πραγματικά, για την ακίνητη, με αληθινά