Hol στα ελληνικά
Μετάφραση: hol, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hizmetçi στα ελληνικά - υπηρέτης, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
- hiç στα ελληνικά - κανένας, όχι, πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο
- hoppalık στα ελληνικά - επιπολαιότητα, hoity
- hor στα ελληνικά - ψιλός, αραιός, αραιώνω, λιγνός, περιφρόνηση, περιφρόνησης, την περιφρόνηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Hol στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Μεταφράσεις: αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ