Λέξη: αρκτικός

Σχετικές λέξεις: αρκτικός

αρκτικός κύκλος dan brown, αρκτικός κύκλος, αρκτικός ωκεανός, αρκτικός μύθος, αρκτικός χρόνος, αρκτικός κύκλος pdf, αρκτικός λαγός, αρκτικός σκύλος, αρκτικόσ σκίουροσ, αρκτικός λύκος

Συνώνυμα: αρκτικός

αρχίζων, ανόητος, αρχόμενος, εναρκτικός

Μεταφράσεις: αρκτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arctic, Arctic, inchoative, incipient, the Arctic
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
el Ártico, ártico, Arctic, del Ártico, ártica
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arktisch, nördlich, Arktis, Arctic, arktischen, Polar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arctique, Arctique, l'Arctique, Arctic, de l'Arctique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Artico, Arctic, artica, Polare Artico, dell'Artico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Ártico, Árctico, Arctic, ártica, do Ártico
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noordpoolgebied, Noordpool, arctisch, Noordpoolgebied, Arctic, arctische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
холодный, полярный, северный, Арктика, арктический, Arctic, Арктики, Арктического
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arktisk, Arctic, Arktis, arktiske, Det arktiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Arctic, Arktis, arktiska, arktiskt, arktisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arktinen, Arctic, Arktisen, arktisen alueen, arktisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Arctic, arktiske, Arktis, Arktisk, Det arktiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
arktický, polární, Arktida, arktidě, Arctic
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arktyczny, Arctic, Arktyka, Arktyki, arktyczna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarkvidéki, Arctic, sarki
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Arktik, Arctic, Kuzey Kutup, Kutup, Kuzey Kutbu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полярний, арктичний, Арктика
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Arktik, Arctic, Arktikut, arktikun, Arktiku
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арктика, арктичен, Арктическия, Arctic, на Арктика, Северния ледовит
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Арктыка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arktika, arktiline, Arktika, Arctic, Arktikas, arktilisest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
arktik, sjeverni, polarni, Arktik, Arctic, Arktički, Arktiku, Arktička
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Arctic, Norðurskautið, Norður, norðurheimskautsins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arktis, arktika, arktinis, Arkties, Arctic, Arktis, Arkties regiono
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arktika, Arktika, arktisks, Arctic, Arktikas, ziemeļu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Арктикот, арктичкиот, Арктик, арктички, Arctic
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îngheţat, arctic, arctică, arctice, Arctica, Arcticii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Arctic, Arktika, Arktični, arktično, Arktiko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
arktický, Arktické, arktickej, arkticky
Τυχαίες λέξεις