Ince στα ελληνικά
Μετάφραση: ince, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θίγω, προσβάλλω, μαλακός, πρόστιμο, φίνος, ασύλληπτος, μικρός, αδυνατίζω, φευγαλέος, λεπτός, ελαφρύς, εκλεπτυσμένος, ψιλή, μαλθακός, ισχνός, αίθριος, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inanılmaz στα ελληνικά - απίστευτος, Υπέροχη, απίστευτη, απίστευτο, απίστευτα
- inatçı στα ελληνικά - ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, ...
- inceleme στα ελληνικά - γραφείο, εξέταση, ανασκόπηση, μελέτη, σπουδάζω, διεργασία, σπουδές, ...
- incelemek στα ελληνικά - σπουδές, γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, ...
Τυχαίες λέξεις
Ince στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: θίγω, προσβάλλω, μαλακός, πρόστιμο, φίνος, ασύλληπτος, μικρός, αδυνατίζω, φευγαλέος, λεπτός, ελαφρύς, εκλεπτυσμένος, ψιλή, μαλθακός, ισχνός, αίθριος, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Μεταφράσεις: θίγω, προσβάλλω, μαλακός, πρόστιμο, φίνος, ασύλληπτος, μικρός, αδυνατίζω, φευγαλέος, λεπτός, ελαφρύς, εκλεπτυσμένος, ψιλή, μαλθακός, ισχνός, αίθριος, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές