Αδυνατίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: αδυνατίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıf, ince, zayıflatmak, debilitate, güçten düşürmek, zayıflatabilirdi, zayıflatabilecek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυνατίζω
αδυνατίζω χωρίσ δίαιτα, help αδυνατίζω, δεν αδυνατίζω, αδυνατίζω τρώγοντας, πως αδυνατίζω, αδυνατίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδυνατίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αδρός στα τούρκικα - kaba, iri, kalın, iri taneli
- αδυναμία στα τούρκικα - zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü
- αδύναμος στα τούρκικα - kuvvetsiz, donuk, zayıf, hafif, zayıf bir, zayıftır, güçsüz
- αδύνατον στα τούρκικα - çekilmez, imkansız, mümkün, imkansızdır, imkânsız, olanaksız
Τυχαίες λέξεις
Αδυνατίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zayıf, ince, zayıflatmak, debilitate, güçten düşürmek, zayıflatabilirdi, zayıflatabilecek
Μεταφράσεις: zayıf, ince, zayıflatmak, debilitate, güçten düşürmek, zayıflatabilirdi, zayıflatabilecek